- γονιμοποιούμαι
- γονιμοποιούμαι, γονιμοποιήθηκα, γονιμοποιημένος βλ. πίν. 74
, βλ. πίν. 75
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κυΐσκω — (AM) 1. καθιστώ έγκυο 2. (ενεργ. και παθ.) κυοφορώ («αὐτὴ κυϊσκομένη τε καὶ τίκτουσα», Πλάτ.) αρχ. παθ. (για φυτό) κυΐσκομαι γονιμοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ «είμαι έγκυος» + επίθημα εναρκτικών ρ. (ί)σκω (πρβλ. στερ ίσκω)] … Dictionary of Greek
πληρώ — όω, ΝΜΑ, και πληρώνω Ν [πλήρης] νεοελλ. μτφ. φέρνω σε πέρας, εκπληρώνω, ανταποκρίνομαι («το νέο κτήριο πληροί όλους τους όρους υγιεινής») νεοελλ. αρχ. καθιστώ κάτι πλήρες, γεμίζω κάτι εντελώς με κάτι άλλο μσν. μεγαλώνω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς με… … Dictionary of Greek
προοχεύω — Α [ὀχεύω] 1. οχεύω προηγουμένως 2. παθ. προοχεύομαι (για αβγά) γονιμοποιούμαι προηγουμένως … Dictionary of Greek
συγκυΐσκομαι — Α συγκυοῡμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κυΐσκομαι «γονιμοποιούμαι, κυοφορώ»] … Dictionary of Greek